θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών … Dictionary of Greek
σηρικίνη — και σερικίνη, η, Ν συστατικό τού μεταξιού, σε ποσοστό 20% περίπου, που αποτελείται από μια οικογένεια πρωτεϊνών στις οποίες κυριαρχεί η σερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sericin < λατ. sericum «σηρικό, μετάξι»] … Dictionary of Greek
σφιγγοσίνη — η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής αμινο 2 οκταδεκενο 4 διόλης 1, 3, που σχηματίζεται στις μεμβράνες τών ζωντανών οργανισμών από τη σερίνη και την παλμιτική αλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphingosine (< σφίγγω + ίνη*)] … Dictionary of Greek
φωσφατιδυλοσερίνη — η, Ν (βιοχ.) φωσφογλυκερίδιο τού οποίου η αλκοολική ομάδα είναι η σερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphatidyl serine] … Dictionary of Greek
φωσφοσερίνη — η, Ν (βιοχ.) φωσφορυλιωμένο παράγωγο τού αμινοξέος σερίνη, πρόδρομος τού αμινοξέος αυτού με υδρόλυση, που καταλύεται από το ένζυμο φωσφατάση τής φωσφοσερίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphoserine] … Dictionary of Greek
αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek